- ανισοβύθιστος
- -η, -ο1. ο βυθισμένος άνισα2. (για πλοία) αυτός που δεν έχει το ίδιο βύθισμα στην πλώρη και στην πρύμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek